- λαχανιασμένος
- [лаханиазменос]εκ. прерывестый
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
λαχανιάζω — λαχάνιασα, λαχανιασμένος, κοντανασαίνω ύστερα από πορεία ή τρέξιμο: Έφτασε ιδρωμένος και λαχανιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… … Dictionary of Greek
ξελαχανιάζω — και ξελαγανιάζω 1. παύω να είμαι λαχανιασμένος, συνέρχομαι από το λαχάνιασμα 2. ασθμαίνω, λαχανιάζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + λαχανιάζω] … Dictionary of Greek
ποθοπλαντάζω — Ν 1. πλαντάζω από πόθο, αισθάνομαι σωματική δυσφορία και ψυχική αναστάτωση από έρωτα 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ποθοπλανταγμένος, η, ο σκασμένος, λαχανιασμένος από ερωτικό πόθο … Dictionary of Greek
υπέρασθμος — ον, Α πολύ λαχανιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄσθμα] … Dictionary of Greek
υπερπνιγής — ές, Α πολύ λαχανιασμένος, ὑπέρασθμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πνιγής (< πνίγω), πρβλ. περι πνιγής] … Dictionary of Greek
λαχανιάζω — λαχανιάζω, λαχάνιασα, λαχανιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής